πετραχήλι — Το πετραχήλιον ή επιτραχήλιον, ένα δηλαδή από τα άμφια των κληρικών. Είναι κομμάτι από ύφασμα που το φορούν από τον τράχηλό τους ως άμφιο και ως διακριτικό τους αξιώματός τους οι πρεσβύτεροι. Ως σύμβολο της ιερατικής εξουσίας, πρέπει να το φορούν … Dictionary of Greek
γουρζέριον — γουρζέριον, το (Μ) το πετραχήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gorgerie] … Dictionary of Greek
επιτραχήλιον — το (Μ ἐπιτραχήλιος, ον) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο( ν) και περιτραχήλιο( ν) κν. πετραχήλι μσν. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή βρίσκεται στον τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράχηλος] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
περιτραχήλιος — ον, ΜΑ [περιτράχηλος] 1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον περιδέραιο μσν. το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι … Dictionary of Greek
πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… … Dictionary of Greek
τραχηλίς — ίδος, ἡ, Α το περιτραχήλιο, κν. πετραχήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επιγονατ ίς)] … Dictionary of Greek
τραχηλιά — η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ νεοελλ. 1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα τού πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό 2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα 3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο 4. τεμάχιο… … Dictionary of Greek
patrafir — PATRAFÍR, patrafire, s.n. Obiect din odăjdiile bisericeşti, în formă de fâşie lungă de stofă, de mătase etc., pe care sunt brodate motive religioase, purtat de preoţi peste stihar, când oficiază. [var.: epitrahíl (înv.) patrahíl, patrahír s.n.] – … Dicționar Român
επιτραχήλι — το βλ. πετραχήλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)